Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


storicità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [storiʧiˈta]

1 ιστορικό γεγονός
2 ιστορικότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  storicistico storicizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

storia (θηλ.ουσ)
storicamente (επίρ.)
storicismo (ουσ αρσ )
storicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
storicistico (επίθ.)
storicità (θηλ.ουσ)
storicizzare (ρ. μτβ.)
storicizzazione (θηλ.ουσ)
storico (ουσ αρσ )
storico (επίθ.)
storicocritico (επίθ.)
storiella (θηλ.ουσ)
storiografia (θηλ.ουσ)
storiografico (επίθ.)
storiografo (ουσ αρσ )
storione (ουσ αρσ )
stormire (ρ.αμτβ.)
stormo (ουσ αρσ )
stornare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stornellare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---