stòrico
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔriko]
1 επιστήμονας Ιστορίας
2 Ιστορικός
3 ιστοριοδίφης
4 ιστοριογράφος
stòrico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔriko]
ιστορικός (-ή, -ό)
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔriko]
1 επιστήμονας Ιστορίας
2 Ιστορικός
3 ιστοριοδίφης
4 ιστοριογράφος
stòrico
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔriko]
ιστορικός (-ή, -ό)
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
patrimonio [αρσ.] storico = η ιστορική κληρονομιά
storico (ουσ αρσ )
storico (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android