Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstòrico
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔriko] 1 επιστήμονας Ιστορίας 2 Ιστορικός 3 ιστοριοδίφης 4 ιστοριογράφος stòrico επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔriko] ιστορικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαpatrimonio [αρσ.] storico = η ιστορική κληρονομιά Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |