Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stornàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [storˈnare]

1 μεταπείθω
2 αποθαρρύνω
3 εμποδίζω
4 παραπείθω
5 ακυρώνω
6 κόβω τον αέρα κάποιου
7 τουμπάρω
8 προλαβαίνω
9 αποφεύγω
10 αποτρέπω (κίνδυνο)
11 αποκρούω (χτύπημα)
12 αποτρέπω
13 ανατρέπω
14 απομακρύνω
15 αποσοβώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stormo stornellare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

storiografico (επίθ.)
storiografo (ουσ αρσ )
storione (ουσ αρσ )
stormire (ρ.αμτβ.)
stormo (ουσ αρσ )
stornare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stornellare (ρ.αμτβ.)
stornellata (θηλ.ουσ)
stornellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stornello (ουσ αρσ )
storno (ουσ αρσ )
storno (επίθ.)
storpiamento (ουσ αρσ )
storpiare (ρ. μτβ.)
storpiarsi (ρ.μ. (αντων.))
storpiato (ουσ αρσ )
storpiato (επίθ.)
storpiatura (θηλ.ουσ)
storpio (ουσ αρσ )
storpio (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---