Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stòrpio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔrpjo]

σακάτης

stòrpio, stórpio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔrpjo], [ˈstorpjo]

1 σακάτικος
2 αναπηρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  storpiatura storta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

storpiare (ρ. μτβ.)
storpiarsi (ρ.μ. (αντων.))
storpiato (ουσ αρσ )
storpiato (επίθ.)
storpiatura (θηλ.ουσ)
storpio (ουσ αρσ )
storpio (επίθ.)
storta (θηλ.ουσ)
stortamente (επίρ.)
stortezza (θηλ.ουσ)
storto (επίθ.)
stortura (θηλ.ουσ)
stoviglie (θηλ. ουσ πληθ.)
stoviglieria (θηλ.ουσ)
stozzare (ρ. μτβ.)
stozzatore (ουσ αρσ )
stozzatrice (θηλ.ουσ)
stozzatura (θηλ.ουσ)
stozzo (ουσ αρσ )
strabere (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---