Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstòrpio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔrpjo] σακάτης stòrpio, stórpio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔrpjo], [ˈstorpjo] 1 σακάτικος 2 αναπηρικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |