Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstortézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [storˈtettsa] 1 κάμψη 2 στρεπτότητα 3 κυρτότητα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |