Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strabiliànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [strabiˈljante]

1 πρωτοφανής
2 θαυμάσιος
3 συναρπαστικός
4 τρομερός
5 υπέροχος
6 απίστευτος
7 καταπληκτικός
8 εκπληκτικός
9 εξαιρετικός
10 εντυπωσιακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strabico strabiliare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stozzatura (θηλ.ουσ)
stozzo (ουσ αρσ )
strabere (ρ.αμτβ.)
strabico (ουσ αρσ )
strabico (επίθ.)
strabiliante (επίθ.)
strabiliare (ρ.αμτβ.)
strabiliare (ρ. μτβ.)
strabiliato (επίθ.)
strabismo (ουσ αρσ )
straboccare (ρ.αμτβ.)
strabocchevole (επίθ.)
stracanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stracannare (ρ. μτβ.)
stracannatura (θηλ.ουσ)
stracarico (επίθ.)
stracca (θηλ.ουσ)
straccale (ουσ αρσ )
straccare (ρ. μτβ.)
straccarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---