Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strabìsmo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [straˈbizmo]

1 αλληθώρισμα
2 στραβισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strabiliato straboccare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strabico (επίθ.)
strabiliante (επίθ.)
strabiliare (ρ.αμτβ.)
strabiliare (ρ. μτβ.)
strabiliato (επίθ.)
strabismo (ουσ αρσ )
straboccare (ρ.αμτβ.)
strabocchevole (επίθ.)
stracanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stracannare (ρ. μτβ.)
stracannatura (θηλ.ουσ)
stracarico (επίθ.)
stracca (θηλ.ουσ)
straccale (ουσ αρσ )
straccare (ρ. μτβ.)
straccarsi (ρ.μ. (αντων.))
stracceria (θηλ.ουσ)
stracchezza (θηλ.ουσ)
stracchino (ουσ αρσ )
stracciabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---