Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstracchézza
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [strakˈkettsa] 1 ξεπάτωμα 2 μπάφιασμα 3 απόσταμα 4 κούραση 5 κόπωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |