Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stracciaiòlo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stratʧaˈjɔlo]

1 κουρελής
2 κουρελιάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stracciabile stracciamento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

straccarsi (ρ.μ. (αντων.))
stracceria (θηλ.ουσ)
stracchezza (θηλ.ουσ)
stracchino (ουσ αρσ )
stracciabile (επίθ.)
stracciaiolo (ουσ αρσ )
stracciamento (ουσ αρσ )
stracciare (ρ. μτβ.)
stracciarsi (ρ.μ. (αντων.))
stracciatella (θηλ.ουσ)
stracciato (επίθ.)
stracciatura (θηλ.ουσ)
straccio (ουσ αρσ )
straccio (επίθ.)
straccione (ουσ αρσ )
straccioso (επίθ.)
straccivendolo (ουσ αρσ )
stracco (επίθ.)
stracittà (θηλ.ουσ)
stracontento (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---