Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstràccio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈstratʧo] το κουρέλι stràccio επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈstratʧo] 1 ξεσχισμένος 2 κουρελιασμένος 3 σχισμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |