Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stràccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstratʧo]

το κουρέλι

stràccio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstratʧo]

1 ξεσχισμένος
2 κουρελιασμένος
3 σχισμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stracciatura straccione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stracciare (ρ. μτβ.)
stracciarsi (ρ.μ. (αντων.))
stracciatella (θηλ.ουσ)
stracciato (επίθ.)
stracciatura (θηλ.ουσ)
straccio (ουσ αρσ )
straccio (επίθ.)
straccione (ουσ αρσ )
straccioso (επίθ.)
straccivendolo (ουσ αρσ )
stracco (επίθ.)
stracittà (θηλ.ουσ)
stracontento (επίθ.)
stracotto (ουσ αρσ )
stracotto (επίθ.)
stracuocere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strada (θηλ.ουσ)
stradale (θηλ.ουσ)
stradale (επίθ.)
stradario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---