Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stràda  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrada]

ο δρόμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stracuocere stradale  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


a metà strada = στα μισά του δρόμου || codice [αρσ.] della strada = ο κώδικας οδικής κυκλοφορίας || lungo la strada = κατά μήκος του δρόμου || strada [θηλ.] a doppio senso = ο δρόμος διπλής κατεύθυνσης || strada [θηλ.] dissestata = ο ανώμαλος δρόμος


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stracittà (θηλ.ουσ)
stracontento (επίθ.)
stracotto (ουσ αρσ )
stracotto (επίθ.)
stracuocere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strada (θηλ.ουσ)
stradale (θηλ.ουσ)
stradale (επίθ.)
stradario (ουσ αρσ )
stradetta (θηλ.ουσ)
stradino (ουσ αρσ )
stradista (ουσ αρσ και θηλ.)
stradivario (ουσ αρσ )
stradone (ουσ αρσ )
stradotale (επίθ.)
strafalcione (ουσ αρσ )
strafare (ρ.αμτβ.)
strafatto (επίθ.)
strafottente (επίθ.)
strafottenza (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---