Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strafalcióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [strafalˈʧone]

1 γελοία γκάφα
2 χοντρό λάθος
3 γκάφα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stradotale strafare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stradino (ουσ αρσ )
stradista (ουσ αρσ και θηλ.)
stradivario (ουσ αρσ )
stradone (ουσ αρσ )
stradotale (επίθ.)
strafalcione (ουσ αρσ )
strafare (ρ.αμτβ.)
strafatto (επίθ.)
strafottente (επίθ.)
strafottenza (θηλ.ουσ)
strafottere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strafottersi (ρ. μ. αμτβ.)
strage (θηλ.ουσ)
stragiudiziale (επίθ.)
stragodere (ρ.αμτβ.)
stragonfio (επίθ.)
stragrande (επίθ.)
stralciare (ρ. μτβ.)
stralciatura (θηλ.ουσ)
stralcio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---