Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stradóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [straˈdone]

1 λεωφόρος
2 φαρδύς δρόμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stradivario stradotale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stradario (ουσ αρσ )
stradetta (θηλ.ουσ)
stradino (ουσ αρσ )
stradista (ουσ αρσ και θηλ.)
stradivario (ουσ αρσ )
stradone (ουσ αρσ )
stradotale (επίθ.)
strafalcione (ουσ αρσ )
strafare (ρ.αμτβ.)
strafatto (επίθ.)
strafottente (επίθ.)
strafottenza (θηλ.ουσ)
strafottere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strafottersi (ρ. μ. αμτβ.)
strage (θηλ.ουσ)
stragiudiziale (επίθ.)
stragodere (ρ.αμτβ.)
stragonfio (επίθ.)
stragrande (επίθ.)
stralciare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---