Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstradóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [straˈdone] 1 λεωφόρος 2 φαρδύς δρόμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |