Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strafàtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [straˈfatto]

παραγινωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strafare strafottente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stradivario (ουσ αρσ )
stradone (ουσ αρσ )
stradotale (επίθ.)
strafalcione (ουσ αρσ )
strafare (ρ.αμτβ.)
strafatto (επίθ.)
strafottente (επίθ.)
strafottenza (θηλ.ουσ)
strafottere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strafottersi (ρ. μ. αμτβ.)
strage (θηλ.ουσ)
stragiudiziale (επίθ.)
stragodere (ρ.αμτβ.)
stragonfio (επίθ.)
stragrande (επίθ.)
stralciare (ρ. μτβ.)
stralciatura (θηλ.ουσ)
stralcio (ουσ αρσ )
strale (ουσ αρσ )
strallo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---