Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


strafóttere  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [straˈfottere]

1 δεν δίνω δεκάρα
2 αδιαφορώ πλήρως

strafóttersi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [straˈfottersi]

1 δεν δίνω δεκάρα
2 αδιαφορώ πλήρως


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  strafottenza strage  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strafalcione (ουσ αρσ )
strafare (ρ.αμτβ.)
strafatto (επίθ.)
strafottente (επίθ.)
strafottenza (θηλ.ουσ)
strafottere (ρ. μτβ. και αμετβ.)
strafottersi (ρ. μ. αμτβ.)
strage (θηλ.ουσ)
stragiudiziale (επίθ.)
stragodere (ρ.αμτβ.)
stragonfio (επίθ.)
stragrande (επίθ.)
stralciare (ρ. μτβ.)
stralciatura (θηλ.ουσ)
stralcio (ουσ αρσ )
strale (ουσ αρσ )
strallo (ουσ αρσ )
stralodare (ρ. μτβ.)
stralunare (ρ. μτβ.)
stralunato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---