Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstradàle
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [straˈdale] τροχαία stradàle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [straˈdale] οδικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcarta [θηλ.] stradale = οδικός χαρτής || rete [θηλ.] stradale = το οδικό δύκτυο || segnale [αρσ.] stradale = το οδόσημο || soccorso [αρσ.] stradale = η οδική βοήθεια Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |