Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstraccivéndolo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [stratʧiˈvendolo] 1 ρακένδυτος 2 κουρελιάρης 3 κουρελής 4 ρακοφόρος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |