Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stràcca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstrakka]

1 κόπωση
2 κούραση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stracarico straccale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

strabocchevole (επίθ.)
stracanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stracannare (ρ. μτβ.)
stracannatura (θηλ.ουσ)
stracarico (επίθ.)
stracca (θηλ.ουσ)
straccale (ουσ αρσ )
straccare (ρ. μτβ.)
straccarsi (ρ.μ. (αντων.))
stracceria (θηλ.ουσ)
stracchezza (θηλ.ουσ)
stracchino (ουσ αρσ )
stracciabile (επίθ.)
stracciaiolo (ουσ αρσ )
stracciamento (ουσ αρσ )
stracciare (ρ. μτβ.)
stracciarsi (ρ.μ. (αντων.))
stracciatella (θηλ.ουσ)
stracciato (επίθ.)
stracciatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---