Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstrabocchévole
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [strabokˈkevole] 1 υπέρμετρος 2 υπέρογκος 3 υπερβολικός 4 παρατραβηγμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |