Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stòzzo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔttso]

1 ζουμπάς
2 εργαλείο κατασκευής αυλακώσεων ή σχισμών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stozzatura strabere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stoviglieria (θηλ.ουσ)
stozzare (ρ. μτβ.)
stozzatore (ουσ αρσ )
stozzatrice (θηλ.ουσ)
stozzatura (θηλ.ουσ)
stozzo (ουσ αρσ )
strabere (ρ.αμτβ.)
strabico (ουσ αρσ )
strabico (επίθ.)
strabiliante (επίθ.)
strabiliare (ρ.αμτβ.)
strabiliare (ρ. μτβ.)
strabiliato (επίθ.)
strabismo (ουσ αρσ )
straboccare (ρ.αμτβ.)
strabocchevole (επίθ.)
stracanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
stracannare (ρ. μτβ.)
stracannatura (θηλ.ουσ)
stracarico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---