Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstòrto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔrto] στραβός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαavere la luna storta = έχω τα φεγγάρια μου Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |