Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstoviglie
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [stoˈviʎʎe] τα αγγεία, τα πιατικά permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαle stoviglie [θηλ. πλυθ.] = τα αγγεία Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |