Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstorpiàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [storˈpjato] 1 ανάπηρος 2 σακάτης storpiàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [storˈpjato] 1 τσαπατσούλικος 2 δύσμορφος 3 άσχημα προφερόμενος 4 κακότεχνος 5 παραμορφωμένος 6 ανάπηρος 7 σακατεμένος 8 σακάτικος 9 ακρωτηριασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |