Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstorpiàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [storˈpjare] 1 κάνω άτεχνα 2 κατασπαράζω 3 προφέρω άσχημα (λέξη) 4 επισκευάζω τσαπατσούλικα 5 κατακρεουργώ 6 ακρωτηριάζω 7 σακατεύω 8 παραμορφώνω 9 κολοβώνω storpiarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [storˈpjarsi] 1 ακρωτηριάζομαι 2 σακατεύομαι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |