Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stornellàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stornelˈlata]

τραγούδισμα stornelli (λαὶκών Ιταλικών τραγουδιών)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stornellare stornellatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

storione (ουσ αρσ )
stormire (ρ.αμτβ.)
stormo (ουσ αρσ )
stornare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
stornellare (ρ.αμτβ.)
stornellata (θηλ.ουσ)
stornellatore (αρσ. επίθ και ουσ)
stornello (ουσ αρσ )
storno (ουσ αρσ )
storno (επίθ.)
storpiamento (ουσ αρσ )
storpiare (ρ. μτβ.)
storpiarsi (ρ.μ. (αντων.))
storpiato (ουσ αρσ )
storpiato (επίθ.)
storpiatura (θηλ.ουσ)
storpio (ουσ αρσ )
storpio (επίθ.)
storta (θηλ.ουσ)
stortamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---