Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


storciménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [storʧiˈmento]

1 στριφογύρισμα
2 απότομο στρίψιμο
3 βίαιο τράβηγμα
4 συστροφή
5 εξάρθρωση
6 στρίψιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  storcersi stordimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stoppino (ουσ αρσ )
stopposo (επίθ.)
storace (ουσ αρσ )
storcere (ρ. μτβ.)
storcersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
storcimento (ουσ αρσ )
stordimento (ουσ αρσ )
stordire (ρ. μτβ.)
stordirsi (ρ.μ. (αντων.))
storditaggine (θηλ.ουσ)
stordito (αρσ. επίθ και ουσ)
storia (θηλ.ουσ)
storicamente (επίρ.)
storicismo (ουσ αρσ )
storicista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
storicistico (επίθ.)
storicità (θηλ.ουσ)
storicizzare (ρ. μτβ.)
storicizzazione (θηλ.ουσ)
storico (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---