Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstorciménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [storʧiˈmento] 1 στριφογύρισμα 2 απότομο στρίψιμο 3 βίαιο τράβηγμα 4 συστροφή 5 εξάρθρωση 6 στρίψιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |