ItalianoGreco


stoppàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stopˈpatʧo]

1 ινώδες υλικό για παραγέμισμα
2 παραγέμισμα
3 καπιτονάρισμα
4 στούμπωμα
5 στουπί
6 βάτα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---