Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stoppàccio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stopˈpatʧo]

1 ινώδες υλικό για παραγέμισμα
2 παραγέμισμα
3 καπιτονάρισμα
4 στούμπωμα
5 στουπί
6 βάτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stoppa stoppaccioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stonare (ρ. μτβ.)
stonato (αρσ. επίθ και ουσ)
stonatura (θηλ.ουσ)
stop (ουσ αρσ )
stoppa (θηλ.ουσ)
stoppaccio (ουσ αρσ )
stoppaccioso (επίθ.)
stoppare (ρ. μτβ.)
stoppata (θηλ.ουσ)
stoppatore (ουσ αρσ )
stoppia (θηλ.ουσ)
stoppino (ουσ αρσ )
stopposo (επίθ.)
storace (ουσ αρσ )
storcere (ρ. μτβ.)
storcersi (ρ. μ. μτβ. και αμτβ.)
storcimento (ουσ αρσ )
stordimento (ουσ αρσ )
stordire (ρ. μτβ.)
stordirsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---