Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstoppaccióso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stoppatˈʧoso], [stoppatˈʧozo] 1 γεμάτος με ίνες (για κρέας) 2 σκληρός (για κρέας) 3 σαν στουπί permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |