stoccàta
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [stokˈkata]
1 σκώμμα
2 ξαφνική απαίτηση για χρήματα
3 τράκα
4 χλεύη
5 χτύπημα από ξίφος
6 πλήγμα από αιχμηρό όπλο
7 σουτ που μπήκε γκολ
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [stokˈkata]
1 σκώμμα
2 ξαφνική απαίτηση για χρήματα
3 τράκα
4 χλεύη
5 χτύπημα από ξίφος
6 πλήγμα από αιχμηρό όπλο
7 σουτ που μπήκε γκολ
permalink
stoccata (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android