ItalianoGreco


stoccàta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [stokˈkata]

1 σκώμμα
2 ξαφνική απαίτηση για χρήματα
3 τράκα
4 χλεύη
5 χτύπημα από ξίφος
6 πλήγμα από αιχμηρό όπλο
7 σουτ που μπήκε γκολ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---