ItalianoGreco


stoccatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stokkaˈtore]

1 αμακατζής
2 σελέμης
3 χαραμοφάης
4 τσαμπατζής
5 χλευαστής
6 αυτός που χτυπά με ξίφος
7 τρακαδόρος
8 αμακαδόρος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---