Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stòico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔjko]

στωικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stoicismo stoino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stock (ουσ αρσ )
stoffa (θηλ.ουσ)
stoiare (ρ. μτβ.)
stoicamente (επίρ.)
stoicismo (ουσ αρσ )
stoico (αρσ. επίθ και ουσ)
stoino (ουσ αρσ )
stola (θηλ.ουσ)
stolidamente (επίρ.)
stolidezza (θηλ.ουσ)
stolidità (θηλ.ουσ)
stolido (ουσ αρσ )
stolido (επίθ.)
stollo (ουσ αρσ )
stolone (ουσ αρσ )
stoltamente (επίρ.)
stoltezza (θηλ.ουσ)
stolto (ουσ αρσ )
stoma (ουσ αρσ )
stomacale (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---