Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstoltaménte
επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [stoltaˈmente] 1 ανοήτως 2 τρελά 3 βλακωδώς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |