Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stomacàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [stomaˈkare]

1 προκαλώ αηδία
2 προκαλώ ναυτία
3 ανακατεύω το στομάχι
4 προκαλώ αναγούλα

stomacarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [stomaˈkarsi]

1 ανακατεύομαι
2 αναγουλιάζω
3 αηδιάζω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stomacante stomacato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stoltezza (θηλ.ουσ)
stolto (ουσ αρσ )
stoma (ουσ αρσ )
stomacale (επίθ.)
stomacante (επίθ.)
stomacare (ρ. μτβ.)
stomacarsi (ρ.μ. (αντων.))
stomacato (επίθ.)
stomachevole (επίθ.)
stomachico (επίθ.)
stomaco (ουσ αρσ )
stomatico (επίθ.)
stomatite (θηλ.ουσ)
stomatologia (θηλ.ουσ)
stomatologico (επίθ.)
stomatologo (ουσ αρσ )
stonacare (ρ. μτβ.)
stonare (ρ.αμτβ.)
stonare (ρ. μτβ.)
stonato (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---