ItalianoGreco


stòmaco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔmako]

το στομάχι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mal [αρσ.] di stomaco = ο πονοστόμαχος, το πονοστόμαχο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---