Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stòmaco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔmako]

το στομάχι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stomachico stomatico  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


mal [αρσ.] di stomaco = ο πονοστόμαχος, το πονοστόμαχο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stomacare (ρ. μτβ.)
stomacarsi (ρ.μ. (αντων.))
stomacato (επίθ.)
stomachevole (επίθ.)
stomachico (επίθ.)
stomaco (ουσ αρσ )
stomatico (επίθ.)
stomatite (θηλ.ουσ)
stomatologia (θηλ.ουσ)
stomatologico (επίθ.)
stomatologo (ουσ αρσ )
stonacare (ρ. μτβ.)
stonare (ρ.αμτβ.)
stonare (ρ. μτβ.)
stonato (αρσ. επίθ και ουσ)
stonatura (θηλ.ουσ)
stop (ουσ αρσ )
stoppa (θηλ.ουσ)
stoppaccio (ουσ αρσ )
stoppaccioso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---