Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόstomacàto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [stomaˈkato] 1 αποτροπιασμένος 2 αηδιασμένος 3 αναγουλιασμένος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |