Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stomacàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [stomaˈkale]

1 γαστρικός
2 στομαχικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stoma stomacante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stolone (ουσ αρσ )
stoltamente (επίρ.)
stoltezza (θηλ.ουσ)
stolto (ουσ αρσ )
stoma (ουσ αρσ )
stomacale (επίθ.)
stomacante (επίθ.)
stomacare (ρ. μτβ.)
stomacarsi (ρ.μ. (αντων.))
stomacato (επίθ.)
stomachevole (επίθ.)
stomachico (επίθ.)
stomaco (ουσ αρσ )
stomatico (επίθ.)
stomatite (θηλ.ουσ)
stomatologia (θηλ.ουσ)
stomatologico (επίθ.)
stomatologo (ουσ αρσ )
stonacare (ρ. μτβ.)
stonare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---