Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stòlido  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔlido]

1 μπουνταλάς
2 παρτσακλό
3 μπουζουκοκέφαλος
4 κόπανος
5 κουνενές
6 σαχλαμπούχλας
7 φυρόμυαλος
8 χαζοβιόλης
9 σερσέμης
10 σάχλας
11 σαχλαμάρας
12 κοκορόμυαλος
13 αρλούμπας
14 αρλουμπατζής
15 κοντόμυαλος
16 βλάκας
17 κολοκύθας
18 αρλουμπολόγος
19 ζαβός
20 ζεβζέκης
21 ερίφης
22 βλήμα
23 βλίτο

stòlido  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔlido]

1 ατάλαντος
2 ηλίθιος
3 κουτός
4 ανιαρός
5 αβέλτερος
6 αμβλύνους
7 αναίσθητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stolidità stollo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stoino (ουσ αρσ )
stola (θηλ.ουσ)
stolidamente (επίρ.)
stolidezza (θηλ.ουσ)
stolidità (θηλ.ουσ)
stolido (ουσ αρσ )
stolido (επίθ.)
stollo (ουσ αρσ )
stolone (ουσ αρσ )
stoltamente (επίρ.)
stoltezza (θηλ.ουσ)
stolto (ουσ αρσ )
stoma (ουσ αρσ )
stomacale (επίθ.)
stomacante (επίθ.)
stomacare (ρ. μτβ.)
stomacarsi (ρ.μ. (αντων.))
stomacato (επίθ.)
stomachevole (επίθ.)
stomachico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---