ItalianoGreco


stòla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈstɔla]

1 ρόμπα μακριά
2 στολή
3 πετραχήλι
4 επιτραχήλιο
5 περιτραχήλιο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---