Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stolidaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [stolidaˈmente]

1 ανοήτως
2 βλακωδώς
3 μονότονα
4 κουτά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stola stolidezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stoicamente (επίρ.)
stoicismo (ουσ αρσ )
stoico (αρσ. επίθ και ουσ)
stoino (ουσ αρσ )
stola (θηλ.ουσ)
stolidamente (επίρ.)
stolidezza (θηλ.ουσ)
stolidità (θηλ.ουσ)
stolido (ουσ αρσ )
stolido (επίθ.)
stollo (ουσ αρσ )
stolone (ουσ αρσ )
stoltamente (επίρ.)
stoltezza (θηλ.ουσ)
stolto (ουσ αρσ )
stoma (ουσ αρσ )
stomacale (επίθ.)
stomacante (επίθ.)
stomacare (ρ. μτβ.)
stomacarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---