Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


stoccàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [stokˈkadʤo]

1 αποθηκευμένη ποσότητα
2 αποθήκευση
3 εναποθήκευση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  stoccafisso stoccata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

stizzosamente (επίρ.)
stizzoso (επίθ.)
stoa (θηλ.ουσ)
stocastico (επίθ.)
stoccafisso (ουσ αρσ )
stoccaggio (ουσ αρσ )
stoccata (θηλ.ουσ)
stoccatore (ουσ αρσ )
stocco (ουσ αρσ )
stock (ουσ αρσ )
stoffa (θηλ.ουσ)
stoiare (ρ. μτβ.)
stoicamente (επίρ.)
stoicismo (ουσ αρσ )
stoico (αρσ. επίθ και ουσ)
stoino (ουσ αρσ )
stola (θηλ.ουσ)
stolidamente (επίρ.)
stolidezza (θηλ.ουσ)
stolidità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---