Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinsecchìto (επίθ.) rintontirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinselvàrsi (ρ. μ. αμτβ.) rintoppàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinselvatichìre (ρ.αμτβ.) rintopparsi (ρ.μ. (αντων.))
rinselvatichìre (ρ. μτβ.) rintòppo (ουσ αρσ )
rinserràre (ρ. μτβ.) rintorpidìre (ρ. μτβ.)
rinserrarsi (ρ.μ. (αντων.)) rintorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsudiciàre (ρ. μτβ.) rintracciàbile (επίθ.)
rinsudiciarsi (ρ.μ. (αντων.)) rintracciaménto (ουσ αρσ )
rintanàrsi (ρ. μ. αμτβ.) rintracciàre (ρ. μτβ.)
rintavolàre (ρ. μτβ.) rintronaménto (ουσ αρσ )
rintelàre (ρ. μτβ.) rintronàre (ρ.αμτβ.)
rintenerìre (ρ. μτβ. και αμετβ.) rintronàre (ρ. μτβ.)
rintenerirsi (ρ.μ. (αντων.)) rintronàto (επίθ.)
rinterraménto (ουσ αρσ ) rintuzzàre (ρ. μτβ.)
rinterràre (ρ. μτβ.) rinùncia (θηλ.ουσ)
rinterrarsi (ρ.μ. (αντων.)) rinunciàre (ρ.αμτβ.)
rintèrro (ουσ αρσ ) rinùnzia (θηλ.ουσ)
rinterrogàre (ρ. μτβ.) rinunziabile (επίθ.)
rintèrzo (ουσ αρσ ) rinunziàre (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rintoccàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) rinunziatàrio (αρσ. επίθ και ουσ)
rintócco (ουσ αρσ ) rinvasàre (ρ. μτβ.)
rintonacàre (ρ. μτβ.) rinvasatùra (θηλ.ουσ)
rintontiménto (ουσ αρσ ) rinvenìbile (επίθ.)
rintontìre (ρ.αμτβ.) rinveniménto (ουσ αρσ )
rintontìre (ρ. μτβ.) rinvenìre (ρ.αμτβ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: