Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinselvatichìre
ρήμα αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [rinselvatiˈkire] αγριεύω ξανά rinselvatichìre ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rinselvatiˈkire] αγριεύω ξανά κάποιον permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |