Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinselvàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο Προσφορά I.P.A.: [rinselˈvarsi] 1 κρύβομαι ξανά στο δάσος 2 γίνομαι και πάλι πυκνός (για δάσος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |