Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rinselvàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rinselˈvarsi]

1 κρύβομαι ξανά στο δάσος
2 γίνομαι και πάλι πυκνός (για δάσος)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rinsecchito rinselvatichire  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinsanguarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsanire (ρ.αμτβ.)
rinsavire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinsecchire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rinsecchito (επίθ.)
rinselvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rinselvatichire (ρ.αμτβ.)
rinselvatichire (ρ. μτβ.)
rinserrare (ρ. μτβ.)
rinserrarsi (ρ.μ. (αντων.))
rinsudiciare (ρ. μτβ.)
rinsudiciarsi (ρ.μ. (αντων.))
rintanarsi (ρ. μ. αμτβ.)
rintavolare (ρ. μτβ.)
rintelare (ρ. μτβ.)
rintenerire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rintenerirsi (ρ.μ. (αντων.))
rinterramento (ουσ αρσ )
rinterrare (ρ. μτβ.)
rinterrarsi (ρ.μ. (αντων.))

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---