Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinsecchìto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [rinsekˈkito] 1 ρυτιδωμένος 2 ξεραμένος 3 μαραμένος 4 στεγνός 5 ισχνός 6 σταφιδιασμένος 7 ξερός 8 ξεραμένος 9 λιπόσαρκος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |