Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrinsudiciàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [rinsudiˈʧare] 1 ρυπαίνω ξανά 2 βρομίζω ξανά rinsudiciarsi ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό) Προσφορά I.P.A.: [rinsudiˈʧarsi] βρομίζομαι ξανά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |