Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrintèrro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rinˈtɛrro] 1 ανάχωμα 2 εναπόθεση λάσπης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |