Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rintontìre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rintonˈtire]

1 κατακεραυνώνομαι
2 σοκάρομαι
3 θαμπώνομαι
4 εντυπωσιάζομαι
5 αποσβολώνομαι
6 καταπλήσσομαι
7 εκπλήσσομαι

rintontìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rintonˈtire]

1 εντυπωσιάζω
2 εκπλήσσω
3 κατακεραυνώνω
4 σοκάρω
5 καταπλήσσω
6 θαμπώνω
7 αποσβολώνω

rintontirsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rintonˈtirsi]

1 εκπλήσσομαι
2 αποσβολώνομαι
3 εντυπωσιάζομαι
4 θαμπώνομαι
5 σοκάρομαι
6 καταπλήσσομαι
7 κατακεραυνώνομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rintontimento rintoppare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rinterzo (ουσ αρσ )
rintoccare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rintocco (ουσ αρσ )
rintonacare (ρ. μτβ.)
rintontimento (ουσ αρσ )
rintontire (ρ.αμτβ.)
rintontire (ρ. μτβ.)
rintontirsi (ρ.μ. (αντων.))
rintoppare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rintopparsi (ρ.μ. (αντων.))
rintoppo (ουσ αρσ )
rintorpidire (ρ. μτβ.)
rintorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
rintracciabile (επίθ.)
rintracciamento (ουσ αρσ )
rintracciare (ρ. μτβ.)
rintronamento (ουσ αρσ )
rintronare (ρ.αμτβ.)
rintronare (ρ. μτβ.)
rintronato (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---