Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόrintontiménto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [rintontiˈmento] 1 αποσβόλωμα 2 έκπληξη 3 αποστόμωση 4 μαρμάρωμα 5 κατάπληξη 6 απολίθωση 7 αποσβόλωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |