Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


rintoppàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [rintopˈpare]

1 τρακάρω
2 προσκρούω
3 συναντώ απρόσμενα
4 συγκρούομαι
5 σκουντουφλώ
6 ανταμώνω τυχαία κάποιον
7 αντιμετωπίζω τυχαία
8 σκοντάφτω
9 πέφτω επάνω σε κάποιον
10 σκαλώνω

rintopparsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [rintopˈparsi]

1 σκοντάφτω
2 τρακάρω
3 συγκρούομαι
4 σκαλώνω
5 ανταμώνω τυχαία κάποιον
6 προσκρούω
7 συναντώ απρόσμενα
8 αντιμετωπίζω τυχαία
9 πέφτω επάνω σε κάποιον
10 σκουντουφλώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  rintontirsi rintoppo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

rintonacare (ρ. μτβ.)
rintontimento (ουσ αρσ )
rintontire (ρ.αμτβ.)
rintontire (ρ. μτβ.)
rintontirsi (ρ.μ. (αντων.))
rintoppare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
rintopparsi (ρ.μ. (αντων.))
rintoppo (ουσ αρσ )
rintorpidire (ρ. μτβ.)
rintorpidirsi (ρ.μ. (αντων.))
rintracciabile (επίθ.)
rintracciamento (ουσ αρσ )
rintracciare (ρ. μτβ.)
rintronamento (ουσ αρσ )
rintronare (ρ.αμτβ.)
rintronare (ρ. μτβ.)
rintronato (επίθ.)
rintuzzare (ρ. μτβ.)
rinuncia (θηλ.ουσ)
rinunciare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---