ItalianoGreco


rintuzzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [rintutˈtsare]

1 αναχαιτίζω
2 καταπαύω
3 απωθώ
4 καταπνίγω
5 καταστέλλω
6 αμβλύνω την κόψη
7 κάνω κάτι λιγότερο κοφτερό


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---